- βροντηχτός
- η , ό сопровождающийся громом, грохотом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροντηχτός — ή, ό επίρρ. βροντηχτά αυτός που γίνεται με βροντή, με κρότο: Το ερειπωμένο κτίριο σωριάστηκε βροντηχτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)